μελής

μελής
Ονομασία ποταμού της Μικράς Ασίας κατά την αρχαιότητα. Βρισκόταν κοντά στην αρχαία Σμύρνη, γενέτειρα του Ομήρου σύμφωνα με την παράδοση, ο οποίος και επονομάστηκε Μελητιάδης ή Μελησιγενής. Μερικοί πίστευαν πως ο Όμηρος έγραψε τα έπη του σε σπήλαιο που βρισκόταν στις πηγές του ποταμού, ενώ άλλοι ισχυρίζονται ότι οι επωνυμίες αυτές του ποιητή δεν οφείλονταν στον ποταμό, αλλά στον ποτάμιο θεό Μέλητα, ο οποίος ερωτεύτηκε τη νύμφη Κρηθηίδα και της χάρισε ένα γιο, τον Όμηρο. Ο Μ. εικονίζεται σε νομίσματα, ενώ στην άλλη όψη εμφανίζεται η προτομή του ποιητή.
* * *
(I)
-ιά, -ί [μέλι]
αυτός που έχει το χρώμα τού μελιού.
————————
(II)
μελῆς, -ῆτος, ὁ (Α)
(στον Διοσκουρίδη) το φυτό δίψακος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Μέλης — masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μελής, -ιά, -ί — αυτός που έχει το χρώμα του μελιού: Είχε μάτια μελιά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • μέλης — μέλη fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Νικολαΐδης, Μελής — (Λάρνακα 1898 – Αθήνα 1979). Λογοτέχνης και δημοσιογράφος. Διετέλεσε διευθυντής της κυπριακής εφημερίδας Ηχώ. Εγκαταστάθηκε στην Αθήνα το 1928. Το 1936 40 και 1952 54 διεύθυνε το λογοτεχνικό περιοδικό Πνευματική Ζωή. Από τα βιβλία του τα… …   Dictionary of Greek

  • Μέλαι — Μέλης masc nom/voc pl (doric) Μέλᾱͅ , Μέλης masc dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελέων — Μέλης masc gen pl (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μελῶν — Μέλης masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλαις — Μέλης masc dat pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλεα — Μέλης masc acc sg (epic doric ionic) Μελέης masc voc sg Μελέης masc nom sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Μέλη — Μέλης masc voc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”